- χειραφετικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειραφέτηση: Υπάρχουν χειραφετικές διατάξεις του νόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειραφετικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειραφέτηση («χειραφετική πράξη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek